Διαταραχή σωματικής δυσμορφίας Β’ Μέρος: Ο ρόλος των πεποιθήσεων

Στο Α’ μέρος του άρθρου για τη διαταραχή σωματικής δυσμορφίας αναφερθήκαμε εκτενώς στη φύση της εν λόγω διαταραχής, καθώς και στις συμπεριφορές τσεκαρίσματος και αποφυγής που εκδηλώνονται στα πλαίσια της ψυχικής αυτής πάθησης και που ταλαιπωρούν τον πάσχοντα. Συνοπτικά, λοιπόν, όταν μιλάμε για τη διαταραχή σωματικής δυσμορφίας, αναφερόμαστε στην εξής συμπτωματολογία:

  • Υπερβολική ενασχόληση του ατόμου με ένα ή και περισσότερα θεωρούμενα/εκλαμβανόμενα ελαττώματα ή ατέλειες στην εξωτερική του εμφάνιση που, ωστόσο, δεν είναι ορατά ή είναι ελάχιστα ορατά από τους άλλους.
  • Στα πλαίσια της διαταραχής, το άτομο εκδηλώνει επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές (π.χ. τσεκάρεται στον καθρέφτη, καλλωπίζεται υπερβολικά, αναζητά επιβεβαίωση) ή νοητικές πράξεις (π.χ. συγκρίνεται με άλλους) απαντώντας έτσι στη δυσαρέσκειά του για την εξωτερική του εμφάνιση.
  • Το άτομο με τη διαταραχή δυσφορεί σημαντικά λόγω της υπερενασχόλησής του με τις «ατέλειες» της εξωτερικής του εμφάνισης, η οποία, επίσης, του προκαλεί λειτουργικά προβλήματα στους διάφορους τομείς της ζωής του (κοινωνικά, επαγγελματικά, διαπροσωπικά κλπ.).

Όπως προαναφέρθηκε στο Α’ μέρος του άρθρου, τα δεδομένα των επιστημονικών μελετών καταλήγουν στο ότι το γνωσιακό-συμπεριφοριστικό μοντέλο ψυχοθεραπείας αποτελεί μία αποτελεσματική παρέμβαση για την αντιμετώπιση της διαταραχής σωματικής δυσμορφίας. Σ’ αυτό, λοιπόν, το μέρος του άρθρου, θα προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε την πάθηση από τη σκοπιά της γνωσιακής-συμπεριφοριστικής προσέγγισης, στην οποία κεντρικό σημείο αποτελούν οι δυσλειτουργικές πεποιθήσεις που σχηματίζει ένας άνθρωπος για τον εαυτό του και για το περιβάλλον του. Ποιος είναι λοιπόν ο ρόλος  των πεποιθήσεων αυτών στη δημιουργία και στη διαιώνιση της διαταραχής σωματικής δυσμορφίας;

Οι αρνητικές πεποιθήσεις για την εμφάνιση

Ξεκινώντας από τα παιδικά χρόνια, οι άνθρωποι αναπτύσσουν πεποιθήσεις/πιστεύω για τον εαυτό τους, τους άλλους ανθρώπους και τον κόσμο.

Οι περισσότεροι από μας, δεν δίνουμε ιδιαίτερη σημασία στα διάφορα μικροσκοπικά «ελαττώματα» της εξωτερικής μας εμφάνισης ή στις αρνητικές σκέψεις που τυχαίνει να έχουμε κατά καιρούς για την εξωτερική εικόνα μας. Έτσι, βιώνουμε ελάχιστη δυσφορία όταν έχουμε τέτοιου είδους σκέψεις, αγνοώντας τες εύκολα ή απορρίπτοντάς τες. Τα άτομα, ωστόσο, που αναπτύσσουν διαταραχή σωματικής δυσμορφίας, αρχίζουν να επικεντρώνονται υπερβολικά στις «ατέλειες», ιδίως σε περιόδους που βιώνουν αρκετό στρες ή η διάθεσή τους είναι πεσμένη. Ερμηνεύουν, πιθανώς, τα για τους άλλους δυσδιάκριτα αυτά εμφανισιακά «ελαττώματα», ως σημάδια συνολικής  ελαττωματικότητας του εαυτού τους. Αυτό συμβαίνει γιατί φαίνεται πως οι πάσχοντες από διαταραχή σωματικής δυσμορφίας διατηρούν ένα σύνολο αρνητικών πεποιθήσεων για την εμφάνισή τους. Τέτοιου είδους πεποιθήσεις μπορεί να είναι οι εξής:

«Αν η εμφάνισή μου είναι ελαττωματική, δεν αξίζω σαν άνθρωπος»
«Αν δεν είμαι ελκυστική, θα είμαι μόνη σε όλη μου τη ζωή»
«Οι άλλοι θα δουν το ελάττωμά μου και θα με απορρίψουν»

Επιπλέον, τα άτομα με τη διαταραχή «μπερδεύουν» την εξωτερική ελκυστικότητα με την ευτυχία και την προσωπική αξία:

«Αν η εμφάνισή μου ήταν καλύτερη, θα ήταν καλύτερη και όλη η υπόλοιπη ζωή μου»
«Αν μπορούσα να αλλάξω την εμφάνισή μου, θα μπορούσα να καταφέρω αυτά που καταφέρνουν και οι άλλοι»

Οι αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό και τους άλλους ανθρώπους

Οι πάσχοντες από τη διαταραχή διατηρούν, επίσης, αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό τους οι οποίες υπογραμμίζουν τα προαναφερθέντα πιστεύω αναφορικά με την εξωτερική εμφάνιση: Οι πεποιθήσεις για τον εαυτό σχηματίζονται από την παιδική ηλικία αναλογικά με τα πρώιμα βιώματα και στους περισσότερους ανθρώπους είναι προσαρμοστικές (π.χ. Είμαι ένα άνθρωπος με αξία). Δυστυχώς δε συμβαίνει το ίδιο με τα άτομα που πάσχουν από διαταραχή σωματικής δυσμορφίας, καθώς σε αυτή την περίπτωση συχνά οι κύριες πεποιθήσεις για τον εαυτό είναι οι εξής:

«Είμαι ελαττωματικός/ή»
«Δεν αξίζω σαν άνθρωπος»
«Είμαι διαφορετικός/ή»

Στα άτομα με τη διαταραχή επίσης, συναντούμε αρνητικές πεποιθήσεις για τους άλλους ανθρώπους (π.χ. «Οι άλλοι συμπαθούν μόνο όσους είναι ελκυστικοί»), οποίες τροφοδοτούν τα υπόλοιπα αρνητικά πιστεύω για τον εαυτό.

Όταν κάποια αρνητική πεποίθηση βγει στην επιφάνεια λόγω, συνήθως, κάποιου δυσάρεστου γεγονότος, το άτομο ξεκινά να ερμηνεύει της πληροφορίες που δέχεται από το περιβάλλον του σύμφωνα με την πεποίθηση αυτή. Για παράδειγμα, αν κάποιοι κοιτούν προς την κατεύθυνση (για άσχετο/άγνωστο λόγο) που βρίσκεται ο πάσχοντας, εκείνος μπορεί να συμπεράνει πως οι άλλοι άνθρωποι σκέφτονται «Αυτός είναι άσχημος και ελαττωματικός» και ότι γι’ αυτό τον κοιτάνε. Τέτοιου είδους αρνητικές ερμηνείες για τις καταστάσεις που συμβαίνουν στο περιβάλλον του ατόμου, προκαλούν άγχος, καταθλιπτική διάθεση, αυξημένη ενασχόληση με τις εκλαμβανόμενες ατέλειες, περαιτέρω ενίσχυση και διαιώνιση των αρνητικών πεποιθήσεων, συναισθημάτων και συμπερασμάτων. Στο βάθος των δυσλειτουργικών αυτών ερμηνειών, φαίνεται να βρίσκεται, πιθανώς, ο φόβος για την αρνητική αξιολόγηση από τους άλλους, καθώς και ο φόβος απόρριψης.

Τα τελειοθηρικά πιστεύω φαίνεται, επίσης, να παίζουν κάποιο ρόλο στον τρόπο σκέψης που συναντούμε στη διαταραχή. Έχει παρατηρηθεί ότι περίπου το 70% των πασχόντων είχαν τις εξής πεποιθήσεις:

«Πρέπει η εμφάνισή μου να είναι τέλεια»
«Αν υπάρχει κάποια ατέλεια στην εξωτερική μου εμφάνιση σημαίνει, ότι δεν είμαι ελκυστικός»
«Αν κάποιο σημείο του σώματός μου δεν είναι όμορφο, τότε είναι αποκρουστικό»

Ο φαύλος κύκλος της διαταραχής

Τα δυσφορικά συναισθήματα (π.χ. φόβος, άγχος, στεναχώρια και ντροπή), τα οποία πυροδοτούνται από τις αρνητικές σκέψεις και πεποιθήσεις που σχετίζονται με την εμφάνιση, τον εαυτό και την αξιολόγηση των άλλων ανθρώπων, δημιουργούν στο άτομο την ανάγκη να προσπαθήσει να ανακουφιστεί από αυτά. Για τον λόγο αυτό, καταφεύγει στις συμπεριφορές αποφυγής και τσεκαρίσματος (οι οποίες περιγράφηκαν αναλυτικά στο Α’ Μέρος του άρθρου). Συνοπτικά, όταν μιλάμε για συμπεριφορές αποφυγής, αναφερόμαστε στην αποφυγή κοινωνικής επαφής ή/και κοινωνικών καταστάσεων κατά τις οποίες ο πάσχοντας θεωρεί πως οι «ατέλειές» του θα είναι εκτεθειμένες στα μάτια των άλλων ανθρώπων. Όταν μιλάμε για συμπεριφορές τσεκαρίσματος (ή τελετουργικού τύπου συμπεριφορές), εννοούμε το συνεχές τσεκάρισμα στον καθρέφτη, τις συνεχείς ερωτήσεις που ο πάσχοντας κάνει στους οικείους του για το πώς δείχνουν οι «ατέλειές» του, τις πλαστικές επεμβάσεις για τη «διόρθωσή» τους, τη διαρκή σύγκριση της εμφάνισής τους με εκείνη των άλλων και τον υπέρμετρο καλλωπισμό για να «καμουφλαριστούν» τα εξωτερικά αυτά «ελαττώματα».

Δυστυχώς, οι συμπεριφορές αυτές, αν και χρησιμοποιούνται από το άτομο για να κατευνάσει το άγχος που βιώνει (ή τα υπόλοιπα αρνητικά συναισθήματα) σε σχέση με την εμφάνισή του, έχουν τα αντίθετα αποτελέσματα. Μπορεί αρχικά μειώνουν για λίγο την ένταση του αρνητικού συναισθήματος, αλλά μακροπρόθεσμα συντηρούν την ενασχόληση του πάσχοντα με τη διαταραχή και ενισχύουν τις αρνητικές του πεποιθήσεις.

Συνοψίζοντας, αν προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τη διαταραχή σωματικής δυσμορφίας, έχουμε να κάνουμε αρχικά με ένα σύστημα αρνητικών πεποιθήσεων του ατόμου που, πιθανώς, προϋπάρχει της εκδήλωσης της διαταραχής. Οι πεποιθήσεις αυτές δημιουργούν αρνητικές σκέψεις για την εξωτερική του εικόνα, οι οποίες με τη σειρά τους προκαλούν δυσάρεστα συναισθήματα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, ο πάσχων να προσπαθεί να τα κατευνάσει, εκδηλώνοντας συμπεριφορές που τελικά δεν αποδεικνύονται λειτουργικές.

Η ψυχοθεραπεία βοηθά τον άνθρωπο με διαταραχή σωματικής δυσμορφίας να κατανοήσει με ποια μορφή συμβαίνει ο φαύλος κύκλος που περιγράψαμε σ’ εκείνον/η εξατομικευμένα και έπειτα, με τη βοήθεια του θεραπευτή του να ξεκινήσουν μαζί, συνεργατικά την  προσπάθεια για να τον εξαλείψουν.

Πηγές:

1. American Psychiatric Association. (2013). Diagnostic and statistical manual of mental disorders (5th ed.). Arlington, VA: American Psychiatric Publishing.
2. Wilhelm S., Katharine A. Phillips K. A. & Steketee G. (2012). Cognitive-Behavioral Therapy for Body Dysmorphic Disorder: A Treatment Manual. New York: Guilford Press.

Πηγή 1ης δημοσίευσης: E-Psychology.gr – Η Πύλη της Ψυχολογίας
Σύνδεσμος άρθρου: https://www.psychology.gr/psychopathologia/3347-diataraxi-somatikis-dysmorfias.html

Διαταραχή σωματικής δυσμορφίας Α’ Μέρος: Όταν η εξωτερική εμφάνιση προκαλεί δυσφορία

Συχνά, όλοι μας παρατηρούμε σημεία στο σώμα μας, που θεωρούμε ότι δεν είναι ακριβώς όπως θα τα θέλαμε, δεν μας αρέσουν πολύ ή πιστεύουμε ότι θα μπορούσαν να είναι και καλύτερα. Σίγουρα, όλοι μας δεν είμαστε με όλα ευχαριστημένοι σε σχέση την εξωτερική μας εμφάνιση. Ωστόσο, συνήθως, δεν αξιολογούμε συνολικά την εικόνα ή τον εαυτό μας από τα σημεία εκείνα στην εξωτερική μας εμφάνιση που δεν μας φαίνονται και τόσο ωραία. Αντιθέτως, αν και μπορεί σε κάποιες στιγμές να επικεντρώσουμε την προσοχή μας πάνω τους, οι περισσότεροι από μας δεν θα ασχοληθούμε παραπάνω με αυτά ή θα καταναλώσουμε λίγο χρόνο για να σκεφτούμε πώς θα μπορούσαμε να τα βελτιώσουμε. Στη συνέχεια, η προσοχή μας αποσπάται σχετικά γρήγορα και εύκολα από τις διάφορες αυτές μικρές ή υποκειμενικές «ατέλειες» που παρατηρούμε στην εικόνα μας  και συνεχίζουμε να ασχολούμαστε με τις δραστηριότητες της καθημερινότητάς μας. Τι γίνεται, όμως, όταν ο χρόνος που αφιερώνει κάποιος (ή κάποια)  στα σημεία εκείνα του σώματός του, που θεωρεί ως ατέλειες, είναι πολύς και η δυσαρέσκειά του σε σχέση με αυτές είναι μεγάλη σε συχνότητα και ένταση; Τότε ίσως μιλάμε για την εμφάνιση της διαταραχής σωματικής δυσμορφίας.

Τι είναι η διαταραχή σωματικής δυσμορφίας;

Όταν αναφερόμαστε στη διαταραχή σωματικής δυσμορφίας, εννοούμε μία ψυχική πάθηση, όπου κυρίαρχο ρόλο έχει η υπερβολική ενασχόληση του ατόμου με ένα ή περισσότερα σημεία στην εξωτερική του εμφάνιση, τα οποία τα εκλαμβάνει ως ατέλειες ή ελαττώματα. Ο πάσχων πιστεύει ότι οι «ατέλειες» αυτές δείχνουν άσχημες, αποκρουστικές, αφύσικες ή παραμορφωμένες, ωστόσο, δεν είναι ορατές από τους άλλους ανθρώπους, παρά μόνο από το ίδιο το άτομο ή είναι σχεδόν ορατές.

Οι εκλαμβανόμενες αυτές ατέλειες μπορεί να εντοπίζονται από το άτομο σε διάφορα σημεία του σώματός του όπως:

  • Στο δέρμα (π.χ. εκλαμβανόμενη ακμή, γραμμές έκφρασης ή/και ρυτίδες στο πρόσωπο, χλωμάδα)
  • Στις τρίχες του σώματος (π.χ. εκλαμβανόμενη αραίωση ή λεπτά μαλλιά, «υπερβολική» τριχοφυΐα στο σώμα ή στο πρόσωπο)
  • Σε άλλα σημεία της εξωτερικής εμφάνισης (π.χ. τα μάτια, τα δόντια, το βάρος, το στομάχι, το στήθος, τα πόδια, το μέγεθος ή το σχήμα του προσώπου , τα χείλη, το πιγούνι, τα φρύδια, τα γεννητικά όργανα)
  • Σε σημεία που θεωρεί πως υπάρχει κάποια ασυμμετρία

Το άτομο με διαταραχή σωματικής δυσμορφίας ασχολείται, πιθανώς, για ώρες με τα «ελαττώματα» στην εμφάνισή του, χωρίς να μπορεί να αντισταθεί ή να ελέγξει την ενασχόλησή του και χωρίς να το επιθυμεί.

Οι συμπεριφορές τσεκαρίσματος

Υπάρχει μία γκάμα συμπεριφορών στις οποίες ο πάσχων καταφεύγει, στην προσπάθειά του να κατευνάσει τη δυσαρέσκεια που βιώνει για τις εκλαμβανόμενες ατέλειες της εμφάνισής του. Οι συμπεριφορές αυτές επαναλαμβάνονται από το άτομο διαρκώς και με καταναγκαστικό/τελετουργικό τρόπο και έχουν ως σκοπό το τσεκάρισμα/έλεγχο των «ατελειών». Οι συμπεριφορές τσεκαρίσματος δεν είναι ευχάριστες στον πάσχοντα και έχουν τελικά τα αντίθετα αποτελέσματα όταν εφαρμόζονται, δηλαδή αυξάνουν το άγχος και τη δυσφορία. Τέτοιες συμπεριφορές είναι:

  • Να συγκρίνει το άτομο την εμφάνισή του με αυτήν των γύρω του
  • Να τσεκάρει επαναλαμβανόμενα τις «ατέλειές» του σε καθρέφτες (και άλλες επιφάνειες που δημιουργούν αντανάκλαση) ή να τις εξετάζει εξονυχιστικά
  • Υπερβολικός καλλωπισμός (π.χ. χτένισμα, στάιλινγκ, ξύρισμα ή άλλα είδη σχολαστικής αποτρίχωσης)
  • Συνεχής κάλυψη των «ελαττωματικών» σημείων με μακιγιάζ ή αντικείμενα όπως καπέλα ή ρούχα
  • Αναζήτηση συνεχούς επιβεβαίωσης από τους γύρω για το αν φαίνονται οι εκλαμβανόμενες ατέλειες
  • Να πιάνει διαρκώς τις «ατέλειες» για να τις τσεκάρει
  • Υπερβολική σωματική άσκηση
  • Πλαστική χειρουργική

Όλη αυτή οι ενασχόληση του ατόμου με τις μη αρεστές περιοχές του σώματός του, πέραν του ότι του προκαλεί όλο και περισσότερη δυσφορία, παράλληλα του δημιουργεί και προβλήματα στον κοινωνικό, επαγγελματικό ή/και άλλους σημαντικούς τομείς της ζωής του. Αυτό συμβαίνει γιατί όλη του η προσοχή είναι στραμμένη στις «ατέλειές» του με αποτέλεσμα να αποφεύγονται ή να παραμερίζονται όλα τα υπόλοιπα.

Οι αποφυγές στη διαταραχή σωματικής δυσμορφίας

Σχεδόν όλοι οι πάσχοντες από την εν λόγω διαταραχή, αποφεύγουν τουλάχιστον κάποιες κοινωνικές καταστάσεις , καθώς νιώθουν άβολα μπροστά σε άλλους ανθρώπους γιατί ντρέπονται για την εμφάνισή τους. Πιστεύουν ότι οι άλλοι τους θεωρούν μη ελκυστικούς, άσχημους ή/και παραμορφωμένους. Επίσης, πολλές φορές, έχουν την εντύπωση ότι οι γύρω τους , τους κοιτάνε επίμονα, τους συζητούν ή τους κοροϊδεύουν εξαιτίας της εμφάνισής τους.

Σαν αποτέλεσμα, πολλά άτομα με διαταραχή σωματικής δυσμορφίας αποφεύγουν τις κοινωνικές συναθροίσεις, τα ραντεβού ή/και τη σεξουαλική επαφή. Επίσης, συχνά αποφεύγουν μέρη όπου πρόκειται να «εκτεθεί» το σώμα τους (π.χ. παραλίες) ή μέρη με πολυκοσμία (π.χ. εμπορικά κέντρα).

Οι αποφυγές κάποιων πασχόντων περιορίζονται μόνο συγκεκριμένες κοινωνικές καταστάσεις, ενώ άλλοι μπορεί να αποφεύγουν οποιοδήποτε μέρος στο οποίο μπορεί να τους δουν άλλοι άνθρωποι. Επίσης, δεν είναι απίθανο άτομα με τη διαταραχή μην πηγαίνουν στη δουλειά τους ή στο σχολείο. Αυτό συμβαίνει γιατί αισθάνονται ότι είναι υπερβολικά άσχημα για να είναι σε κοινή θέα ή λόγω της καταθλιπτικής διάθεσης που βιώνουν εξαιτίας της ανεξέλεγκτης ενασχόλησής τους με τις «ατέλειές» τους. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, σχεδόν το 1/3 των ασθενών αυτών μπορεί να μένει κλεισμένο αποκλειστικά μέσα στο σπίτι τουλάχιστον για μία εβδομάδα ως απόρροια της διαταραχής.

Τα δεδομένα των επιστημονικών μελετών καταλήγουν στο ότι το γνωσιακό-συμπεριφοριστικό μοντέλο ψυχοθεραπείας αποτελεί μία αποτελεσματική παρέμβαση για την αντιμετώπιση της διαταραχής σωματικής δυσμορφίας. Η συγκεκριμένη προσέγγιση στοχεύει στην αναδόμηση του τρόπου σκέψης που προκαλεί τη διαταραχή και στη μείωση των συμπεριφορών τσεκαρίσματος και κοινωνικής αποφυγής που προκαλούν δυσλειτουργία.

Πηγές:

1. American Psychiatric Association. (2013). Diagnostic and statistical manual of mental disorders (5th ed.). Arlington, VA: American Psychiatric Publishing.
2. Wilhelm S., Katharine A. Phillips K. A. & Steketee G. (2012). Cognitive-Behavioral Therapy for Body Dysmorphic Disorder: A Treatment Manual. New York: Guilford Press.

Πηγή 1ης δημοσίευσης: E-Psychology.gr – Η Πύλη της Ψυχολογίας
Σύνδεσμος άρθρου: https://www.psychology.gr/psychopathologia/3311-diataraxi-somatikis-dysmorfias-a-meros.html

 

Η κοινωνική και η συναισθηματική αποφυγή στη ζωή μας

Στην ψυχολογία, με τον όρο αποφυγή εννοούμε ένα δυσπροσαρμοστικό τρόπο διαχείρισης, ο οποίος χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια να αποφύγουμε ή να «αποδράσουμε» από ορισμένες δυσάρεστες σκέψεις ή/και συναισθήματα.

Κοινωνική Αποφυγή

Οι συμπεριφορές αποφυγής στα πλαίσια του κοινωνικού άγχους αποσκοπούν στη μείωση του άγχους που δημιουργείται στις κοινωνικές καταστάσεις. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις το άτομο μπορεί ν’ αποφεύγει παντελώς την κοινωνική περίσταση η οποία το αγχώνει, όπως το να συμμετέχει σε μία συζήτηση μέσα στην παρέα, να μιλήσει μπροστά σε κοινό, να προσεγγίσει άγνωστα άτομα (πχ. για να κάνει καινούριους φίλους ή να φλερτάρει). Μία άλλη συμπεριφορά αποφυγής τέτοιου τύπου είναι η «απόδραση», όπου το άτομο δεν αποφεύγει τελείως την κατάσταση που φοβάται, αλλά προσπαθεί να «ξεφύγει» όταν βρίσκεται μέσα σε αυτή, με διάφορους τρόπους, όπως το να φύγει από ένα δείπνο ή πάρτυ νωρίς, ή να απομονώνεται σε μια συνάντηση για να μην τραβήξει την προσοχή και χρειαστεί να αλληλεπιδράσει με άλλα άτομα.

Άλλες συμπεριφορές που χρησιμοποιούνται από άτομα με κοινωνικό άγχος όταν δεν μπορούν να αποφύγουν εντελώς την κοινωνική κατάσταση που φοβούνται ή να «αποδράσουν» από αυτή, είναι οι λεγόμενες «συμπεριφορές ασφαλείας», οι οποίες αποσκοπούν στη μείωση του άγχους που προκαλούν οι εν λόγω καταστάσεις. Παραδείγματα συμπεριφορών ασφαλείας μπορεί να είναι η κατάχρηση αλκοόλ κατά την κοινωνική κατάσταση, η αποφυγή της βλεμματικής επαφής ή το σφιχτό κράτημα των χεριών για να μην είναι ορατό στους άλλους το τυχόν τρέμουλο.

Όλες οι παραπάνω συμπεριφορές αποφυγής αποσκοπούν αφενός στη μείωση του άγχους. Aφετέρου, στοχεύουν στο να αποφευχθεί, με κάθε δυνατό τρόπο, οποιοδήποτε «λάθος», το οποίο θα είχε ως χειρότερο αποτέλεσμα την επίκριση και κατά συνέπεια η απόρριψη του ατόμου από το κοινωνικό περιβάλλον. Το άτομο με κοινωνικό άγχος είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο στην επίκριση από τους γύρω του και φοβάται ότι δεν θα αντέξει την απόρριψη. Γι’ αυτό και προσπαθεί να αποφεύγει τις δύο αυτές παραμέτρους με κάθε τρόπο. Ωστόσο, οι αποφυγές, αν και κατευνάζουν τους παραπάνω φόβους και αποφορτίζουν το άγχος τη στιγμή που λαμβάνουν χώρα, μακροπρόθεσμα τους συντηρούν και τους αυξάνουν. Αυτό συμβαίνει γιατί δε δίνεται στο άτομο η ευκαιρία πρώτον να αντιμετωπίσει το άγχος του, δεύτερον να τεστάρει αν στην πραγματικότητα τα αποτελέσματα των καταστάσεων που φοβάται θα είναι τόσο καταστροφικά όσο νομίζει και τρίτον αν το ίδιο είναι ικανό να αντέξει την επίκριση και την απόρριψη αν στη χειρότερη των περιπτώσεων συμβούν.

Συναισθηματική αποφυγή

Τα αρνητικά συναισθήματα μάς είναι δυσάρεστα, καθώς, συχνά συνδέονται στο μυαλό μας με γεγονότα που ιδανικά θα αποφεύγαμε ή θα θέλαμε να ξεχάσουμε. Επιπλέον, μας είναι γνωστή η στιγμιαία ανακούφιση που βιώνουμε όταν με οποιοδήποτε τρόπο αποφεύγουμε κάποιο αρνητικό συναίσθημα. Αν, για παράδειγμα, η σκέψη του να εκφράσουμε την αντίθεσή μας στα λεγόμενα κάποιου για να υπερασπιστούμε τον εαυτό μας, μας προκαλεί αναστάτωση, μπορεί να προτιμήσουμε να μη μιλήσουμε για να μην αισθανθούμε άσχημα.

Όταν προσπαθούμε να αποφύγουμε τη δυσφορία που θα προκαλούσε ένα αρνητικό συναίσθημα, μοιάζει με όταν κάποιος κάτω από συνθήκες στρες αποφασίζει να πιει αλκοόλ. Αυτό τον ανακουφίζει, οπότε βλέπει ότι «δουλεύει» αυτή η μέθοδος, και την επόμενη μέρα όταν ξανάρθουν τα αρνητικά συναισθήματα χρησιμοποιεί την ίδια λύση για να τα αντιμετωπίσει, δηλαδή ξαναπίνει. Όλο αυτό φαίνεται να λειτουργεί βραχυπρόθεσμα. Μακροπρόθεσμα, ωστόσο, το άτομο που πίνει για να αποφύγει τις δυσάρεστες συναισθηματικές καταστάσεις θα αναπτύξει ένα μεγαλύτερο πρόβλημα, την εξάρτηση από το αλκοόλ, το οποίο θα προστεθεί στα ανεπίλυτα προβλήματα που απέφευγε πίνοντας. Η αλήθεια είναι ότι η αποφυγή φαίνεται να είναι μία αποτελεσματική μέθοδος στην αρχή, αλλά σε βάθος χρόνου, αρχίζει να δημιουργείται ένα μεγαλύτερο το πρόβλημα, από αυτό που στην αρχή χρησιμοποιήθηκε για να «αντιμετωπίσει».

Σημάδια που μπορεί να υπονοούν ότι η συναισθηματική αποφυγή είναι παρούσα στη ζωή σας μπορεί να είναι τα εξής: αποφεύγετε καταστάσεις οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν δυνατά συναισθήματα (πχ. να έρθετε σε αντιπαράθεση με το σύντροφό σας), γελάτε ή δείχνετε χαρούμενοι ενώ αισθάνεστε θυμωμένοι, λυπημένοι ή φοβισμένοι, αποφεύγετε να περάσετε χρόνο μόνοι σας, δυσκολεύεστε να επικεντρωθείτε στο παρόν και υπεραναλύετε λάθη του παρελθόντος ή/και ενδεχόμενες δυσκολίες του μέλλοντος, προσπαθείτε να τα έχετε όλα υπό πλήρη έλεγχο, αλλάζετε θέμα συζήτησης όταν νιώθετε άβολα, δεν κλαίτε ενώ έχετε την ανάγκη να το κάνετε, δεν επιτρέπετε στον εαυτό σας να εκφράσει το θυμό του, απομακρύνεστε από τους άλλους ανθρώπους όταν αισθάνεστε συναισθηματικά ευάλωτοι.

Η συναισθηματική αποφυγή και ο φόβος του να βιώσει κάποιος δυνατά συναισθήματα μπορεί να οδηγήσει σε διαπροσωπική αποφυγή. Αυτό σημαίνει ότι το άτομο αποφεύγει να αλληλεπιδράσει ερωτικά ή φιλικά από φόβο να μην απορριφθεί ή βιώσει αρνητικά συναισθήματα που θα του προκαλούσαν δυσφορία. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας κατάστασης βραχυπρόθεσμα, πιθανώς, να είναι η απομόνωση και η απομάκρυνση του ατόμου από τη χαρά, την ικανοποίηση και όλα τα υπόλοιπα θετικά συναισθήματα που θα του προσέφεραν οι ανθρώπινες σχέσεις.

Αποφεύγοντας τα αρνητικά μας συναισθήματα και κατά συνέπεια τις καταστάσεις που μας κάνουν να αισθανόμαστε άβολα είναι σα να κρατάμε μία μπάλα κάτω από το νερό. Είναι μία διαδικασία που απαιτεί κόπο και στο τέλος θα έχει συνέπειες, καθώς πόσο θα αντέξουμε να κρατάμε τη μπάλα κάτω από το νερό; Το να αποφεύγουμε καταστάσεις ή/και συναισθήματα που μας φοβίζουν συνήθως οδηγεί στη διαιώνιση των φόβων μας, τη διόγκωση των προβλημάτων μας, καθώς αυτά δεν επιλύονται, και τη στέρηση εμπειριών που χρωματίζουν τη διάθεση και τη ζωή μας. Η ψυχοθεραπεία είναι μία διαδικασία μέσα από την οποία μαθαίνουμε να αναγνωρίζουμε, να αποδεχόμαστε τα συναισθήματά μας, να βαδίζουμε παράλληλα με αυτά και να αντιμετωπίζουμε τους φόβους μας. Με αυτό τον τρόπο κερδίζουμε μια γεμάτη και ενδιαφέρουσα καθημερινότητα.

Διαταραχή Υπερφαγίας: Όταν χάνεται ο έλεγχος στο φαγητό

H διαταραχή υπερφαγίας αν και εντάχθηκε σχετικά πρόσφατα στις επίσημες κατηγορίες των διαταραχών πρόσληψης τροφής, όπως είναι η ψυχογενής ανορεξία και η βουλιμία, είναι εκείνη που συναντάται πιο συχνά. Το άτομο που πάσχει από διαταραχή υπερφαγίας μπορεί να τρώει ιδιαίτερα μεγάλες ποσότητες φαγητού, νιώθοντας αδύναμο να σταματήσει (υπερφαγικό επεισόδιο). Αυτό συμβαίνει ακόμα και όταν δεν πεινάει, ενώ το φαγητό συνήθως καταναλώνεται τόσο γρήγορα που το άτομο δεν αναλογίζεται την ποσότητα ή τη γεύση της τροφής.

Όταν ξεκινάει το υπερφαγικό επεισόδιο μπορεί να αποφέρει ανακούφιση, αποφορτίζοντας τα δυσάρεστα συναισθήματα, όπως άγχος ή/και θλίψη. «Επιστρέφοντας», ωστόσο, το άτομο στην πραγματικότητα, αναλογιζόμενο τις υπερβολικές ποσότητες που έχει καταναλώσει, κατακλύζεται από έντονα αρνητικά συναισθήματα ντροπής, ενοχής ή/και απέχθειας προς τον εαυτό. Η υπερφαγία συχνά οδηγεί στην αύξηση του βάρους και στην παχυσαρκία, κάτι που ενισχύει την καταναγκαστική κατανάλωση τροφής: όσο χειρότερα  αισθάνεται το άτομο με τον εαυτό του και την εμφάνισή του, τόσο περισσότερο χρησιμοποιεί το φαγητό για να νιώσει καλύτερα. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος: κάποιος τρώει για να αισθανθεί καλύτερα, αντί αυτού αισθάνεται ακόμα χειρότερα, και μετά στρέφεται και πάλι στο φαγητό αναζητώντας ανακούφιση.

Το υπερφαγικό επεισόδιο

Η διαταραχή υπερφαγίας αποτελείται από επαναλαμβανόμενα υπερφαγικά επεισόδια. Κατά τη διάρκεια ενός υπερφαγικού επεισοδίου, το άτομο καταναλώνει σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο, μία ποσότητα τροφής, πολύ μεγαλύτερη από αυτή που μπορούν να καταναλώσουν οι περισσότεροι άνθρωποι σε ένα ίδιο χρονικό διάστημα, κάτω από παρόμοιες συνθήκες (πχ. 2 κιλά παγωτό και 3 οικογενειακές συσκευασίες πατατάκια ή και περισσότερα μέσα σε μία ώρα). Τυπική είναι η αίσθηση απώλειας ελέγχου, που βιώνει το άτομο, σε σχέση με την κατανάλωση της τροφής όταν κάνει υπερφαγία (πχ. «νιώθω ότι τρώω σαν υπνωτισμένη»).

Τα υπερφαγικά επεισόδια συμβαίνουν κατά μέσο όρο τουλάχιστον μία μέρα μέσα στην εβδομάδα, για τρεις μήνες, και συνδέονται με τρία ή και περισσότερα από τα παρακάτω χαρακτηριστικά:

  • Το άτομο τρώει πολύ πιο γρήγορα από το φυσιολογικό
  • Νιώθει δυσάρεστα πλήρης από το φαγητό
  • Καταναλώνει τεράστιες ποσότητες τροφής, ενώ δεν πεινάει
  • Τρώει στα κρυφά από τους άλλους, επειδή ντρέπεται για το πόσο τρώει
  • Αισθάνεται αηδιασμένο με τον εαυτό του, στεναχωρημένο ή πολύ ένοχο που έφαγε τόσο πολύ.

Το άτομο που κάνει υπερφαγία δεν χρησιμοποιεί κάποια ακατάλληλη συμπεριφορά για να «επανορθώσει» που έφαγε πολύ, όπως συμβαίνει στη βουλιμία (πχ. πρόκληση εμετού, υπερβολική γυμναστική, χρήση καθαρτικών ή/και διουρητικών).

Οι τροφές που καταναλώνονται στην υπερφαγία

Σε πολλούς ανθρώπους που υποφέρουν από τη διαταραχή, υπάρχουν συγκεκριμένα τρόφιμα που πυροδοτούν τα επεισόδια υπερφαγίας. Τροφές πλούσιες σε υδατάνθρακες και σε λιπαρά ενισχύουν την απελευθέρωση της σεροτονίνης στον εγκέφαλο, μιας ορμόνης που είναι υπεύθυνη για την εμφάνιση ευχάριστων συναισθημάτων. Για το λόγο αυτό, οι υπερφάγοι συχνά προτιμούν τροφές με τα παραπάνω συστατικά, είτε ως μέσω συναισθηματικής αποφόρτισης είτε σα «διέξοδο» από δύσκολες καταστάσεις. Παραδείγματα τέτοιων τροφών είναι τα γλυκά, τα μπισκότα, τα κέικ, και άλλων τύπων επιδόρπια, φαγητά όπως τα μακαρόνια, οι πατάτες, το ψωμί, τα τηγανητά  και το φαστ φουντ γενικότερα.

Οι τροφές που πυροδοτούν ένα υπερφαγικό επεισόδιο μπορεί να είναι διαφορετικές για κάθε άνθρωπο που κάνει υπερφαγία. Το σημαντικό είναι να αναγνωρίζει το άτομο ποιες είναι αυτές οι τροφές και να αντιλαμβάνεται ποια συναισθήματα, πιθανώς, πυροδοτούν την ορμή να θέλει καταναλώσει τις τροφές αυτές. Το να μάθει το άτομο να αποκωδικοποιεί τη σωματική από τη συναισθηματική πείνα, παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στο να σπάσει τον φαύλο κύκλο της υπερφαγίας.

Για παράδειγμα, αν κάποιος έχει μόλις φάει ένα ολοκληρωμένο γεύμα για βραδινό, αρκετό για να ικανοποιήσει την πείνα του, αλλά έχει την παρόρμηση να φάει και ένα κιλό παγωτό μετά από μια ώρα, μάλλον εδώ δεν πρόκειται για σωματική πείνα. Σε αυτήν την περίπτωση, πιθανώς, οι λόγοι που οδηγούν το άτομο να καταναλώσει το παγωτό,  είναι συναισθηματικοί, τη στιγμή που σωματικά είναι πλήρως χορτασμένο.

Πώς αντιμετωπίζεται η διαταραχή υπερφαγίας

Μέσω της ψυχοθεραπείας, ο/η πάσχων/ουσα μπορεί να βοηθηθεί να στο να κατανοήσει γιατί εκδηλώνει την υπερφαγική συμπεριφορά και να εκπαιδευτεί σε νέους τρόπους διαχείρισης των συναισθημάτων που υπαγορεύουν τη συμπεριφορά αυτή.

Σχετικά με τις ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις, η γνωσιακή-συμπεριφοριστική ψυχοθεραπεία, φαίνεται βάσει μελετών ότι έχει τα καλύτερα αποτελέσματα στην αντιμετώπιση της διαταραχής υπερφαγίας. Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, η γνωσιακή- συμπεριφοριστική θεραπεία είναι ιδιαίτερα δραστική στη μείωση της συχνότητας των επεισοδίων υπερφαγίας, ενώ παράλληλα οδηγεί σε βελτιστοποίηση των μοτίβων συμπεριφοράς, αλλά και του τρόπου σκέψης που σχετίζεται και ενισχύει τις δυσλειτουργικές διατροφικές συνήθειες.

Πηγή 1ης δημοσίευσης: E-Psychology.gr – Η Πύλη της Ψυχολογίας
Σύνδεσμος άρθρου: https://www.e-psychology.gr/eating-disorders/3154-diataraxi-yperfagias-otan-xanetai-o-elegxos-sto-fagito.html

Ψυχοθεραπεία: Πότε αναζητάμε τη βοήθεια ενός θεραπευτή/τριας

Στις ζωές όλων των ανθρώπων υπάρχουν περίοδοι με δυσκολίες, έντονο προβληματισμό για καταστάσεις της καθημερινότητας ή/και αρνητικά συναισθήματα που επηρεάζουν με δυσάρεστο τρόπο τη διάθεση. Πρόκειται για φάσεις ζωής, τις οποίες βιώνουμε όλοι μας, καθώς υπάρχουν κατά καιρούς διάφοροι παράγοντες εξωτερικοί ή/και εσωτερικοί (ψυχολογικοί) που μας δημιουργούν θλίψη, άγχος ή γενικότερα δυσφορία. Συνήθως τα δυσάρεστα αυτά συναισθήματα υποχωρούν μετά από κάποιο χρονικό διάστημα και αρχίζουμε να αισθανόμαστε και πάλι καλά. Ως εδώ, μιλάμε για καταστάσεις που είναι φυσιολογικές και αναμενόμενες στην πορεία της ζωής ενός ανθρώπου.

Πότε όμως επιλέγουμε να ξεκινήσουμε ψυχοθεραπεία;

Οι τέσσερις κύριοι παράγοντες οι οποίοι αναδεικνύουν το αν η ψυχοθεραπεία θα αποτελούσε ιδανική επιλογή για μας είναι οι εξής:

Ένταση: Όταν η δυσφορία που βιώνουμε λόγω των αρνητικών μας συναισθημάτων είναι πολύ έντονη και διαπιστώνουμε ότι οι τρόποι με τους οποίους διαχειριζόμασταν τα συναισθήματά μας μέχρι τώρα δεν επαρκούν για να ανακουφιστεί το πόσο άσχημα νιώθουμε. Ίσως σε αυτή την περίπτωση θα ήταν ωφέλιμο να αναζητήσουμε τη βοήθεια ενός θεραπευτή/τριας για να κατανοήσουμε τι διαφορετικό συμβαίνει τώρα και αδυνατούμε ν’ανταπεξέλθουμε, και στη συνέχεια να μάθουμε νέους, πιο αποτελεσματικούς τρόπους να ανταποκρινόμαστε στην αντιμετώπιση των συναισθηματικών μας δυσκολιών.

Συχνότητα: Το πόσο συχνά παρατηρούμε να βιώνουμε υψηλά επίπεδα άγχους, θλίψης, ενοχής, θυμού ή οποιουδήποτε άλλου δυσφορικού συναισθήματος αποτελεί δείκτη για το αν χρειάζεται ν’ απευθυνθούμε σε κάποιον ειδικό. Όταν η ψυχολογική ταλαιπωρία γίνεται συχνή και συνεχίζει να επανέρχεται ίσως σημαίνει ότι οι τρόποι που χρησιμοποιούμε για να την αντιμετωπίσουμε δεν είναι τόσο αποτελεσματικοί με συνέπεια να μην μπορούμε να την ελέγξουμε επαρκώς. Αυτό μπορεί να προκαλέσει συναισθήματα απογοήτευσης και παραίτησης, ωστόσο δεν σημαίνει ότι είμαστε αδύναμοι μπροστά στη δυσκολία που μας συμβαίνει, αλλά ότι ίσως χρειαζόμαστε μια πιο εξειδικευμένη προσέγγιση για να την αντιμετωπίσουμε.

Προέκταση του παράγοντα της συχνότητας είναι και η επαναληψιμότητα δυσκολιών που προκύπτουν στις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Υπάρχουν περιπτώσεις που παρατηρούμε να επαναλαμβάνονται πανομοιότυπα προβλήματα στις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους είτε αυτές είναι ερωτικές, φιλικές, επαγγελματικές ή οικογενειακές. Παρά τις προσπάθειές μας να ξεφύγουμε από αυτά, συνεχίζουμε να εμπλεκόμαστε σε φαύλους κύκλους δυσλειτουργικών καταστάσεων που καταλήγουν στα ίδια ανεπιθύμητα αποτελέσματα. Εκεί έχει νόημα ν’ αναζητήσουμε μέσα από την ψυχοθεραπεία τι συμβαίνει και γιατί επαναλαμβάνονται οι ίδιες δυσκολίες με σκοπό να επιλυθούν.

Διάρκεια: Το χρονικό διάστημα που διαρκεί ένα πρόβλημα ψυχολογικής φύσεως αποτελεί, επίσης, κριτήριο για το αν ήρθε η ώρα να επισκεφτούμε κάποιον ψυχοθεραπευτή/τρια. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, είναι φυσικό και ανθρώπινο να διανύουμε συναισθηματικά δυσάρεστες περιόδους στη ζωή μας. Η διαφορά έγκειται στο όταν αυτές οι καταστάσεις δεν υποχωρούν για μεγαλύτερο διάστημα απ’ότι συνήθως και συνεχώς επιδεινώνονται. Βλέποντας τη διάθεσή μας να επιμένει να είναι διαρκώς πεσμένη ή το άγχος μας να διατηρείται έντονο και να ταλαιπωρεί όλο και περισσότερο την καθημερινότητά μας, μπορεί να νιώθουμε αδύναμοι να το διαχειριστούμε με αποτέλεσμα να βιώνουμε συχνά συναισθήματα απελπισίας. Η βοήθεια ενός θεραπευτή/τριας σε τέτοιες περιπτώσεις αποδεικνύεται ιδιαίτερα ευεργετική στο να αρχίσουμε να νιώθουμε ότι υπάρχει διέξοδος μέσα από μια πιο εξειδικευμένη παρέμβαση για να αισθανθούμε καλύτερα.

Λειτουργικότητα: Ένας εξίσου σημαντικός παράγοντας ο οποίος χρειάζεται να ληφθεί υπόψη στο δίλημμα για το αν ήρθε ή όχι η στιγμή να ξεκινήσει κάποιος ψυχοθεραπεία, είναι το κατά πόσο οι συναισθηματικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει επηρεάζουν το επίπεδο λειτουργικότητάς του στους διάφορους τομείς της καθημερινότητας. Για παράδειγμα, μπορεί να παρατηρούμε μείωση της επαγγελματικής μας απόδοσης συγκριτικά με πριν την εμφάνιση του προβλήματος, αδυναμία ν’ ανταπεξέλθουμε στην τήρηση του ωραρίου εργασίας μας και μείωση της παραγωγικότητάς μας. Επίσης, μπορεί να αποφεύγουμε κοινωνικές συναναστροφές με φίλους ή να μην έχουμε διάθεση να εμπλακούμε σε δραστηριότητες ή χόμπι που μέχρι πριν επιδιώκαμε και μας προσέφεραν ικανοποίηση και ευχαρίστηση. Τέλος, μπορεί να παραμελούμε την περιποίηση του εαυτού μας, να αρχίσουμε να έχουμε δυσκολίες στον ύπνο ή στο φαγητό, να νιώθουμε συνεχώς κουρασμένοι ή θυμωμένοι και να αποφεύγουμε τη διεκπεραίωση των υποχρεώσεων της καθημερινότητας, κάτι που σε άλλη περίπτωση δεν θα κάναμε. Όταν τέτοιου τύπου αλλαγές συμβαίνουν ως απόρροια της ψυχολογικής δυσκολίας που βιώνουμε, έχει νόημα να σκεφτούμε το ενδεχόμενο αναζήτησης εξειδικευμένης βοήθειας από κάποιο θεραπευτή/τρια.

Τι είναι, πώς λειτουργεί και πώς μας ωφελεί η ψυχοθεραπεία;

Η ψυχοθεραπεία είναι μια σχέση συνεργασίας κατά την οποία ένας άνθρωπος επιζητά επαγγελματική βοήθεια από έναν καταρτισμένο ψυχολόγο – ψυχοθεραπευτή. Η ψυχοθεραπεία βασίζεται στο διάλογο και προσφέρει ένα υποστηρικτικό περιβάλλον, δίνοντάς σας τη δυνατότητα να μιλήσετε ανοιχτά με κάποιον που θα σας αντιμετωπίσει με αντικειμενικότητα, ουδετερότητα και χωρίς επικρίσεις. Στη γνωσιακή – συμπεριφοριστική θεραπεία, εσείς και ο θεραπευτής/τριά σας δουλεύετε μαζί για να αναγνωρίσετε και να αλλάξετε τα μοτίβα σκέψης και συμπεριφοράς που δεν σας επιτρέπουν να αισθάνεστε καλά. Συνεργατικά με τον/την ψυχολόγο σας, καλείστε να κατανοήσετε τη φύση της συναισθηματικής σας δυσκολίας και να αντιληφθείτε τους λόγους, οι οποίοι οδήγησαν στην εμφάνισή της. Αφού αποκτήσετε μία πλήρη εικόνα για το τι σας συμβαίνει, ακολουθεί η εκκίνηση μιας διαδικασίας παρέμβασης στοχευμένη στην αντιμετώπιση του προβλήματος με απώτερο στόχο την ανακούφισή σας από αυτό. Η ψυχοθεραπεία θα σας εφοδιάσει με νέους πιο λειτουργικούς τρόπους διαχείρισης των αρνητικών συναισθημάτων και αντιμετώπισης των δυσκολιών που σας αποτρέπουν από το να απολαύσετε μια υγιή και χαρούμενη ζωή.

Πηγή 1ης δημοσίευσης: E-Psychology.gr – Η Πύλη της Ψυχολογίας
Σύνδεσμος άρθρου: https://www.e-psychology.gr/psychotherapy-counselling/3042-psyxotherapeia-pote-anazitame-ti-voitheia-enos-therapefti.html

Κλινική Τελειοθηρία: Τι είναι, ποιες οι συνέπειές της και πώς αντιμετωπίζεται

Όλοι μας λίγο έως πολύ έχουμε την τάση να προσπαθούμε να αποδίδουμε όσο καλύτερα μπορούμε σε έναν ή περισσότερους τομείς της ζωής μας. Είναι φυσιολογικό και θεμιτό να επιδιώκουμε την επιτυχία στη δουλειά, στις σπουδές, στις σχέσεις ή σε άλλες παραμέτρους της καθημερινότητάς μας, όπως και το να διατηρούμε ενισχυμένα κίνητρα για προσωπική πρόοδο. Μέχρι εδώ θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την προσπάθεια για θετικά αποτελέσματα υγιή και λειτουργική. Πότε όμως η τάση μας να επιτυγχάνουμε γίνεται δυσλειτουργική; Αυτό συμβαίνει όταν αρχίζουμε να βάζουμε υπερβολικά υψηλά στάνταρ στον εαυτό μας προς επίτευξη, κυνηγώντας το τέλειο και αδυνατώντας να δεχτούμε τίποτα λιγότερο από αυτό. Τότε μιλάμε πλέον για κλινική τελειοθηρία, η οποία ξεπερνά τα όρια, ταλαιπωρεί και προκαλεί σημαντική δυσφορία ή/και δυσλειτουργία στην καθημερινή ζωή του ατόμου που πάσχει από αυτή.

Μερικά παραδείγματα κλινικής τελειοθηρίας αποτελούν τα εξής:

– Μια γυναίκα που δεν αποδέχεται τίποτα λιγότερο από το να είναι η τέλεια μητέρα, η τέλεια σύζυγος, η τέλεια υπάλληλος, ακόμα και όταν οι επιπτώσεις της επιδίωξης του ιδανικού είναι βλαβερές για τη σωματική και συναισθηματική της υγεία.

– Ένας φοιτητής που βάζει διαρκώς υπερβολικά υψηλά ακαδημαϊκά στάνταρ και νιώθει συντετριμμένος αν η επίδοσή του στην εξέταση ενός μαθήματος δεν είναι τέλεια.

– Ένας άνδρας που ξοδεύει ώρες από το χρόνο του για να προγραμματίσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις εβδομαδιαίες δραστηριότητες και υποχρεώσεις του και νιώθει εξαιρετικά ενοχλημένος όταν τα πράγματα δε γίνουν σε απόλυτη αναλογία με το αρχικό του πλάνο.

Τα χαρακτηριστικά της τελειοθηρίας

Η κλινική τελειοθηρία αποτελείται από συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τα οποία τη συντηρούν και τη διαιωνίζουν.  Τα κυριότερα από αυτά είναι:

Το να εξαρτάται η αξιολόγηση του εαυτού αποκλειστικά από την επίτευξη συγκεκριμένων και υψηλών στόχων: Είναι το βασικό χαρακτηριστικό που ορίζει την κλινική τελειοθηρία, από το οποίο προκύπτουν όλα τα υπόλοιπα.  Πρόκειται για την τάση των τελειοθηρών να αναγνωρίζουν την αξία τους μόνο όταν πιστεύουν πως επιτυγχάνουν τα υπερβολικά υψηλά στάνταρ που βάζουν στον εαυτό τους. Στην περίπτωση που τα επιτεύγματά τους αποκλίνουν έστω και ελάχιστα από τις υψηλές προσδοκίες που έχουν για τον εαυτό τους, οι τελειοθήρες αισθάνονται άχρηστοι και ανάξιοι ως άνθρωποι.

Άκαμπτοι κανόνες: Τα υψηλά, ανελαστικά στάνταρ που θέτουν τα άτομα με κλινική τελειοθηρία λειτουργούν ως άκαμπτοι κανόνες προς τον εαυτό τους για το πώς πρέπει να αποδίδουν (πχ. «Πρέπει πάντα να με είμαι 100% ικανοποιημένος με τη δουλειά μου», «Πρέπει πάντα να μιλάω τέλεια στις κοινωνικές καταστάσεις»).

Λάθη στη σκέψη: Πρόκειται για παγίδες που χαρακτηρίζουν τον τρόπο σκέψης των ατόμων με κλινική τελειοθηρία και είναι τα εξής:

Η σκέψη του «όλα ή τίποτα» – Αν η απόδοση του δεν  τέλεια και δεν συνάδει επακριβώς με τα στάνταρ του, το άτομο πιστεύει ότι έχει αποδώσει χάλια (πχ. «Το ότι η δουλειά μου στο συγκεκριμένο πρότζεκτ δεν αξιολογήθηκε με τα καλύτερα λόγια από όλους τους συναδέλφους μου σημαίνει ότι τα πήγα χάλια»).

Η επιλεκτική προσοχή (ή η παρατήρηση του αρνητικού και απόρριψη του θετικού) – Το άτομο επικεντρώνεται στο παραμικρό λάθος που μπορεί να κάνει, υποτιμώντας τον εαυτό του με βάση αυτό (πχ. «Ένα ορθογραφικό λάθος σε κάποιο email αποτελεί απόδειξη ότι δεν είμαι καλός στη δουλειά μου»). Αντίθετα, το άτομο με τελειοθηρικές τάσεις τείνει να αγνοεί τα θετικά στοιχεία της απόδοσής του.

Διπλά στάνταρ – Το άτομο διατηρεί άλλα στάνταρ για τον εαυτό και άλλα για τους υπόλοιπους ανθρώπους (πχ. «Οι άλλοι δεν πειράζει αν κάνουν κάποιο ορθογραφικό λάθος σ’ ένα email, ωστόσο εγώ δεν θα έπρεπε να κάνω ποτέ λάθος»)

Ποιες είναι οι συνέπειες της κλινικής τελειοθηρίας

Το κόστος του να είναι κάποιος τελειοθήρας μπορεί να έχει πολλές και διαφορετικές προεκτάσεις. Τα ανελαστικά και υπερβολικά απαιτητικά στάνταρ που το άτομο με κλινική τελειοθηρία βάζει στον εαυτό του, έχουν συνήθως σημαντικά αρνητική επιρροή στην καθημερινότητά του. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να οδηγήσουν σε κοινωνική απομόνωση του ατόμου, διαρκή εκνευρισμό, συνεχόμενη ανησυχία ή/και αμφιβολία, καταθλιπτική διάθεση, διατροφικές διαταραχές, διαπροσωπικές δυσκολίες ή/και ψυχαναγκαστικά συμπτώματα όπως το να τσεκάρει επαναλαμβανόμενα τη δουλειά του και να διαθέτει υπερβολικά πολύ χρόνο στην ολοκλήρωση ενός έργου. Άλλες συνέπειες της κλινικής τελειοθηρίας μπορεί να είναι οι διαταραχές του ύπνου, η αναβλητικότητα, διάφορες σωματικές παθήσεις, καθώς και μια γενικευμένη αίσθηση αποτυχίας.

Πώς αντιμετωπίζεται η κλινική τελειοθηρία

Όταν οι αρνητικές συνέπειες της κλινικής τελειοθηρίας είναι εμφανείς στην καθημερινή ζωή, το άτομο αρχίζει να ταλαιπωρείται και να νιώθει εξουθενωμένο. Σε εκείνο το σημείο συνήθως, αναζητά τη βοήθεια ενός ειδικού.

Η γνωσιακή – συμπεριφοριστική ψυχοθεραπεία (ΓΣΘ) αποτελεί μία κατάλληλη παρέμβαση για την αντιμετώπιση της κλινικής τελειοθηρίας. Μέσω της συγκεκριμένης θεραπευτικής προσέγγισης, ο ενδιαφερόμενος/η μπορεί με τη βοήθεια του θεραπευτή/τριάς του, να κατανοήσει τι του συμβαίνει, έτσι ώστε μέσω ειδικών θεραπευτικών παρεμβάσεων να αναπροσδιορίσει την έννοια του τέλειου και να αρχίσει να διαμορφώνει πιο ρεαλιστικά στάνταρ για την απόδοση και τη ζωή του. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την ανακούφισή του και την επαναφορά της λειτουργικότητάς του.

Πηγές:

Egan, S. J., Wade, T. D., Shafran, R. & Antony, M.M. (2016). Cognitive-Behavioral Treatment of Perfectionism. New York: Guilford Press.

Πηγή 1ης δημοσίευσης: E-Psychology.gr – Η Πύλη της Ψυχολογίας
Σύνδεσμος άρθρου: https://www.e-psychology.gr/obsessive-compulsing-disorder/2984-kliniki-teleiothiria.html

Κατάθλιψη: Τα συμπτώματα, οι λόγοι εμφάνισης και ο ρόλος της σκέψης

Τι είναι η κατάθλιψη;

Είναι σύνηθες οι άνθρωποι να βιώνουν αλλαγές στη διάθεσή τους, σε διάφορες φάσεις της ζωής τους. Ωστόσο, σε κάποιες περιπτώσεις, όταν η διάθεσή μας επιμένει να είναι αρνητική και να μας δυσφορεί, είναι χρήσιμο να αναζητήσουμε τη βοήθεια κάποιου ειδικού για να αισθανθούμε καλύτερα.

Η κατάθλιψη χαρακτηρίζεται από συμπτώματα όπως μειωμένη ενέργεια, απώλεια ενδιαφέροντος για τη ζωή και για δραστηριότητες που μέχρι πρότινος απολαμβάναμε, συναισθήματα λύπης, μειωμένη ή αυξημένη όρεξη για φαγητό ή/και για ύπνο, δυσκολία στο να συγκεντρωθούμε, αυξημένη αυτοκριτική ή/και ενοχή, αισθήματα ότι είμαστε αβοήθητοι ή ανίκανοι, απαισιοδοξία για το μέλλον, σωματική κούραση, νεύρα, απομάκρυνση από το κοινωνικό μας περιβάλλον, δυσκολία στο να πάρουμε αποφάσεις, σκέψεις σχετικές με το θάνατο.

Πολλοί άνθρωποι που υποφέρουν από κατάθλιψη, μπορεί να αισθάνονται και αγχωμένοι. Συχνά νιώθουν ανησυχία, ναυτία, ζαλάδα, έχουν θολή όραση, ταχυπαλμία, δύσπνοια ή/και ιδρώτα.

Στην κατάθλιψη βιώνουμε συχνά και έντονα πολλά από τα παραπάνω συμπτώματα, τα οποία δημιουργούν δυσκολία στην καθημερινή μας ζωή και στη λειτουργικότητά μας. Η γνωσιακή-συμπεριφοριστική ψυχοθεραπεία έχει αποδειχθεί επιστημονικά ότι μπορεί να βοηθήσει με επιτυχία στη μείωση των συμπτωμάτων αυτών.

Ποιος παθαίνει κατάθλιψη;

Η κατάθλιψη δεν είναι κάτι που συμβαίνει σε ανθρώπους που είναι «περίεργοι» ή «τρελοί». Υπάρχει παντού. Μαζί με το άγχος, η κατάθλιψη είναι μία από τις συνηθέστερες συναισθηματικές δυσκολίες. Κάθε χρόνο, ένας μεγάλος αριθμός ατόμων παγκοσμίως υποφέρει από κατάθλιψη. Έχει βρεθεί ότι το 25% των γυναικών και το 12% των ανδρών θα εμφανίσουν τουλάχιστον ένα καταθλιπτικό επεισόδιο κατά τη διάρκεια της ζωής τους.

Ποιοι είναι οι λόγοι που οδηγούν στην κατάθλιψη;                                 

Δεν υπάρχει μία μόνο αιτία που δημιουργεί την κατάθλιψη, αλλά πολλοί διαφορετικοί παράγοντες που μπορεί να παίξουν ρόλο στην εμφάνισή της – αυτοί μπορεί να είναι βιοχημικοί, να συνδέονται με τις σχέσεις με τους γύρω μας, τη συμπεριφορά μας ή τον τρόπο που σκεφτόμαστε.

Μερικοί άνθρωποι, λοιπόν, μπορεί να πάθουν κατάθλιψη εξαιτίας κάποιου από τους παραπάνω λόγους, ενώ άλλοι λόγω ενός συνδυασμού των παραπάνω παραγόντων. Πιο αναλυτικά:

Οι βιοχημικοί παράγοντες μπορεί να περιλαμβάνουν τη γενετική προδιάθεση (άτομα που έχουν συγγενείς, οι οποίοι έχουν περάσει κατάθλιψη, έχουν πιο πολλές πιθανότητες να εμφανίσουν και οι ίδιοι) ή τη χημεία του εγκεφάλου μας σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Επίσης, τσακωμοί ή/και απώλειες στις διαπροσωπικές μας σχέσεις μπορεί να μας οδηγήσουν σε κατάθλιψη. Παράγοντες στη συμπεριφορά μας που ενδέχεται να δημιουργήσουν κατάθλιψη, μπορεί να είναι το αυξημένο στρες και η μείωση των θετικών εμπειριών στην καθημερινότητά μας που προσφέρουν ευχαρίστηση και ικανοποίηση. Οι παράγοντες που σχετίζονται με την σκέψη και μπορεί να αποτελέσουν αιτία κατάθλιψης περιλαμβάνουν μη λειτουργικούς τρόπους σκέψης και ερμηνείας των καταστάσεων που συμβαίνουν γύρω μας, οι οποίοι επιδρούν αρνητικά στα συναισθήματά μας.

Πώς επηρεάζει ο τρόπος σκέψης;

Οι σκέψεις μας, όπως αναφέρθηκε και νωρίτερα, μπορεί να αποτελέσουν αιτία εμφάνισης της κατάθλιψης. Ορισμένοι αρνητικοί τρόποι σκέψης που προκαλούν ή/και ενισχύουν την «πτώση» της διάθεσής είναι:

Οι δυσλειτουργικές αυτόματες σκέψεις: Πρόκειται για σκέψεις που έρχονται αυθόρμητα στο νου και αρχικά φαίνονται αρκετά αληθοφανείς. Οι σκέψεις αυτές, ωστόσο, είναι διαστρεβλωμένες και συνδέονται με αρνητικά συναισθήματα, όπως η λύπη, το άγχος, ο θυμός και η απόγνωση. Οι δυσλειτουργικές αυτόματες σκέψεις κατατάσσονται σε κατηγορίες και μερικές από αυτές είναι:

Το διάβασμα της σκέψης, πχ. «Θα σκέφτεται πως είμαι άχρηστος»

Η ετικετοποίηση, πχ. «Είμαι μια αποτυχία»

Η καταστροφολογία, πχ. «Θα είμαι τόσο πεσμένος, που δεν θα μπορώ να λειτουργήσω καθόλου»

Η σκέψεις του όλα ή τίποτα, πχ. «Αν δεν τα κάνω όλα τέλεια, θα έχω αποτύχει»

Οι δυσπροσαρμοστικές πεποιθήσεις: Πρόκειται για ιδέες/κανόνες που έχει κάποιος για τον εαυτό του σχετικά με το τι θα έπρεπε να κάνει ή το πώς θα έπρεπε να είναι. Παραδείγματα τέτοιων κανόνων αποτελούν τα παρακάτω:

«Πρέπει να είμαι αποδεκτός απ’ όλους»

«Αν κάποιος δεν με συμπαθεί σημαίνει ότι δεν είμαι αγαπητός»

«Ποτέ δεν θα είμαι ευτυχισμένος»

«Αν δεν τα καταφέρω σε κάτι, σημαίνει ότι είμαι αποτυχημένος»

«Πρέπει να επικρίνω τον εαυτό μου για τις αποτυχίες μου»

«Δεν πρέπει να έχω κατάθλιψη»

Η αρνητική αντίληψη του εαυτού: Οι άνθρωποι με κατάθλιψη συχνά επικεντρώνουν στα ελαττώματά τους, με αποτέλεσμα να τα διογκώνουν και να υποβιβάζουν τα θετικά τους στοιχεία. Μπορεί να βλέπουν τους εαυτούς τους ως μη αγαπητούς, άσχημους, χαζούς, αδύναμους ή/και κακούς.

Η αρνητική ενασχόληση με τις σκέψεις: Πολλοί άνθρωποι τείνουν να δίνουν πολλή προσοχή και χρόνο στις αρνητικές τους σκέψεις και συναισθήματα. Η υπερενασχόληση αυτή οδηγεί σε μεγαλύτερη παθητικότητα και απόσυρση.

Πώς αντιμετωπίζεται η κατάθλιψη;

Η γνωσιακή-συμπεριφοριστική ψυχοθεραπεία (ΓΣΘ) αποτελεί μία από τις αποτελεσματικότερες παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης. Η συγκεκριμένη προσέγγιση θεραπεύει την κατάθλιψη μέσω της αναγνώρισης και τροποποίησης των συμπεριφορών και των μοτίβων σκέψης που την προκαλούν και τη συντηρούν. Η ΓΣΘ στοχεύει στην ανακούφιση των συμπτωμάτων της κατάθλιψης  εστιάζοντας στο παρόν, δηλαδή στο εδώ και τώρα. Στο πλαίσιο της θεραπείας, θα έχετε τη δυνατότητα μαζί με το θεραπευτή/τριά σας να εντοπίσετε και να κατανοήσετε πώς οι πράξεις σας, ή τα πράγματα που δεν κάνετε επηρεάζουν τα συναισθήματά σας αρνητικά ή θετικά. Επίσης, μαζί με τον θεραπευτή/τριά σας θα δουλέψετε με στόχο την τροποποίηση των δυσλειτουργικών τρόπων σκέψης που σας καθιστούν θλιμμένους. Τέλος, η θεραπεία μπορεί να σας εφοδιάσει με τα κατάλληλα «εργαλεία», έτσι ώστε να σκέφτεστε πιο ρεαλιστικά και λειτουργικά με συνέπεια να αρχίσετε να νιώθετε καλύτερα.

Πηγές:

1. American Psychiatric Association. (2013). Diagnostic and statistical manual of mental disorders (5th ed.). Arlington, VA: American Psychiatric Publishing.
2. Leahy R. L., Holland S. J. F. & McGinn L. K. (2012). Treatment Plans and Interventions for Depression and Anxiety Disorders (2nd ed.). New York: Guilford Press.

Πηγή 1ης δημοσίευσης: E-Psychology.gr – Η Πύλη της Ψυχολογίας
Σύνδεσμος άρθρου: https://www.e-psychology.gr/depression-bipolar-disorder-grief/2927-katathlipsi-ta-symptomata-oi-logoi-emfanisis-kai-o-rolos-tis-skepsis.html

Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες: Συμπτώματα, δημιουργία και αντιμετώπιση

Η διαταραχή μετατραυματικού στρες προκύπτει ως αντίδραση σε κάποιο εξαιρετικά στρεσογόνο ή τραυματικό γεγονός.

Ως τραυματικό γεγονός ορίζεται μία κατάσταση κατά την οποία το άτομο ένιωσε να απειλείται η ζωή ή η σωματική του ακεραιότητα. Τραυματική εμπειρία μπορεί να αποτελέσει και η θέαση κάποιου βίαιου επεισοδίου ή σκηνής που περιλαμβάνει θάνατο ή τραυματισμό άλλων προσώπων. Στη δεύτερη περίπτωση μπορεί, επίσης, να εκδηλωθεί η διαταραχή αν το άτομο είναι μάρτυρας σε ένα βίαιο γεγονός και έχει εκτεθεί υπερβολικά σε απεχθείς λεπτομέρειες της κατάστασης ή το είδε να συμβαίνει σε κάποιο στενό συγγενή ή φίλο.

Ενδεικτικά παραδείγματα τραυματικών γεγονότων είναι το να βρεθεί το κάποιος σε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, να πέσει θύμα βιασμού ή κάποιου άλλου εγκλήματος, να κακοποιηθεί σωματικά ή σεξουαλικά, να είναι επιζών μιας πολύνεκρης φυσικής καταστροφής (π.χ. σεισμός, πλημμύρα) ή τρομοκρατικής επίθεσης, ή να δει κάποιον να σκοτώνεται ή να πεθαίνει μπροστά του.

Ποια είναι τα συμπτώματα της διαταραχής μετατραυματικού στρες

Η διαταραχή μετατραυματικού στρες περιλαμβάνει ένα εύρος συμπτωμάτων που κατατάσσονται σε τρεις κύριες κατηγορίες:

Επαναβιώση του τραυματικού γεγονότος: Πρόκειται για επανειλημμένες και συχνές μνήμες, εφιάλτες και flashbacks που κάνουν το άτομο να νιώθει ότι ξαναζεί το γεγονός. Οι μνήμες, συνήθως, επανέρχονται όταν το άτομο δει ή ακούσει κάποιο ερέθισμα που του θυμίζει το τραύμα.

Αποφυγή: Επειδή η μνήμη του τραυματικού γεγονότος είναι αρκετά επίπονη, το άτομο που υποφέρει από τη διαταραχή προσπαθεί να μην σκέφτεται το τραύμα. Για το λόγο αυτό προσπαθεί να αποφεύγει ανθρώπους, καταστάσεις ή αντικείμενα που φέρνουν σχετικές αναμνήσεις. Συχνά, το άτομο αισθάνεται αποστασιοποιημένο συναισθηματικά από τους άλλους και, δεν είναι σπάνιο, να αναζητήσει ανακούφιση από τον πόνο μέσω της χρήσης αλκοόλ ή ναρκωτικών ουσιών.

Σημάδια σωματοποιημένου στρες: η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει διαταραχές του ύπνου, συναισθήματα θυμού και ευερεθιστότητας, δυσκολία στη συγκέντρωση, ένταση και συνεχή επαγρύπνηση.

Πώς και πότε δημιουργείται η διαταραχή;

Όταν κάποιος ζει ένα τραυματικό γεγονός, οι αναμνήσεις του από το τι συνέβη είναι συνδεδεμένες στο μυαλό του με τις αισθήσεις που βίωσε τη στιγμή του τραύματος, δηλαδή με αυτά που είδε, άκουσε, μύρισε ή ένιωσε τότε. Συνεπώς, μετά το τραυματικό γεγονός, ερεθίσματα που θυμίζουν το τραύμα  (εικόνες, ήχοι, μυρωδιές, ή/και άλλες αισθήσεις) εκλύουν αυτόματα σχετικές μνήμες που προκαλούν στο άτομο έντονα δυσφορικά συναισθήματα.

Ένας δεύτερος λόγος δημιουργίας της διαταραχής έγκειται στο ότι το άτομο έχει ανάγκη να νοηματοδοτήσει και να καταλάβει τι του έχει συμβεί. Τα τραυματικά γεγονότα συχνά κάνουν τους ανθρώπους να αμφισβητήσουν αυτά που μέχρι πριν πίστευαν – για παράδειγμα το ότι ο κόσμος είναι ασφαλής και δεν θα τους συμβεί κάτι κακό. Οπότε, για να καταλάβει κάποιος το τραύμα και να το διαπραγματευτεί αναφορικά με τα κλονισμένα του πιστεύω, πρέπει αρχικά να το σκεφτεί. Ωστόσο, η σκέψη του τραύματος φέρνει άσχημες μνήμες και συναισθήματα, οπότε το άτομο τελικά επιλέγει να μην το σκέφτεται. Ως αποτέλεσμα, αντί να μπορέσει να το επεξεργαστεί στο μυαλό του και να το προσδιορίσει σαν εμπειρία, καταλήγει να εγκλωβίζεται στο φαύλο κύκλο του να θυμηθεί και να ξεχάσει.

Οι περισσότεροι άνθρωποι αρχίζουν να έχουν συμπτώματα μετατραυματικού στρες αμέσως μετά το τραύμα. Σχεδόν οι μισοί από αυτούς, συνήθως, τα ξεπερνούν χωρίς βοήθεια μέσα στους ακόλουθους τρεις μήνες. Για άλλους ανθρώπους, ωστόσο, τα συμπτώματα  μπορεί να διαρκέσουν για χρόνια. Είναι, επίσης, πιθανόν ένας άνθρωπος που έχει βιώσει τραύμα, να εμφανίσει τη συμπτωματολογία της διαταραχής αρκετά χρόνια μετά από το τραυματικό γεγονός.

Πώς αντιμετωπίζεται η διαταραχή μετατραυματικού στρες;

Η γνωσιακή-συμπεριφοριστική ψυχοθεραπεία είναι κατάλληλα σχεδιασμένη για να βοηθήσει στη μείωση των δυσφορικών αναμνήσεων και συναισθημάτων που σχετίζονται με το τραύμα, και να προσφέρει στο άτομο τη δυνατότητα να νοηματοδοτήσει και να αφομοιώσει την τραυματική εμπειρία με τρόπο που θα του επιτρέψει να προχωρήσει στη ζωή του.

Σύμφωνα με πολλές μελέτες, η γνωσιακή-συμπεριφοριστική ψυχοθεραπεία βοηθάει τους ασθενείς με διαταραχή μετατραυματικού στρες να αισθανθούν σημαντικά καλύτερα. Επίσης, τα ερευνητικά ευρήματα υποδεικνύουν ότι άτομα με τη διαταραχή μετατραυματικού στρες που έλαβαν αυτού του είδους τη θεραπεία δεν εμφάνιζαν πλέον την εν λόγω συμπτωματολογία μετά το τέλος της θεραπευτικής παρέμβασης.

Πηγές:

1. American Psychiatric Association. (2013). Diagnostic and statistical manual of mental disorders (5th ed.). Arlington, VA: American Psychiatric Publishing.
2. Leahy R. L., Holland S. J. F. & McGinn L. K. (2012). Treatment Plans and Interventions for Depression and Anxiety Disorders (2nd ed.). New York: Guilford Press.

Πηγή 1ης δημοσίευσης: E-Psychology.gr – Η Πύλη της Ψυχολογίας
Σύνδεσμος άρθρου: https://www.e-psychology.gr/anxiety-stress-phobias/2857-diataraxi-metatravmatikoy-stres-symptomata-dimiourgia-kai-antimetopisi.html

Ειδικές φοβίες: Γιατί εμφανίζονται, ο τρόπος που συντηρούνται και πώς αντιμετωπίζονται

Ως ειδική φοβία, ορίζεται ο έκδηλος φόβος ή άγχος για ένα συγκεκριμένο αντικείμενο ή κατάσταση, ο οποίος επιμένει και διαρκεί τουλάχιστον για 6 μήνες. Στους παράγοντες που συχνά πυροδοτούν τις ειδικές φοβίες περιλαμβάνονται έντομα και άλλα ζώα ή στοιχεία του περιβάλλοντος όπως το νερό τα ύψη και οι καταιγίδες. Άλλα ερεθίσματα που προκαλούν επίμονες φοβικές αντιδράσεις, μπορεί είναι η θέα του αίματος, οι ενέσεις ή οι πληγές, καταστάσεις όπως οι κλειστοί χώροι, τα αεροπλάνα, τα τούνελ και οι γέφυρες ή σωματικές αντιδράσεις όπως ο πνιγμός από φαγητό ή ο εμετός.

Όταν το άτομο που έχει κάποια φοβία έρχεται αντιμέτωπο με το σχετικό φοβικό ερέθισμα ή κατάσταση, εκδηλώνει, σχεδόν πάντα, υψηλά επίπεδα άγχους και φόβου. Για να μην εκτεθεί το άτομο στη δυσφορία που του δημιουργεί η επαφή με το αντικείμενο του φόβου, το αποφεύγει ενεργά ή το υπομένει με έντονο άγχος. Ο φόβος ή το άγχος που βιώνεται είναι σαφώς δυσανάλογα με τον πραγματικό κίνδυνο που μπορεί να θέτει το συγκεκριμένο αντικείμενο ή κατάσταση. Η φοβία γίνεται παθολογική όταν αρχίζει να παρεμβαίνει στη λειτουργικότητα του ατόμου, προκαλώντας του μεγάλη δυσαρέσκεια.

Ποιες είναι οι αιτίες εμφάνισης των ειδικών φοβιών

Σύμφωνα με το γνωσιακό-συμπεριφοριστικό μοντέλο ψυχοθεραπείας, υπάρχουν διάφορες αιτίες που οδηγούν στην εμφάνιση των ειδικών φοβιών:

Μία πρώτη αιτία είναι ότι οι άνθρωποι είναι «βιολογικά προετοιμασμένοι» να φοβούνται συγκεκριμένα ερεθίσματα. Σ’ ένα διαφορετικό, προϊστορικό περιβάλλον ο έντονος φόβος για ορισμένα ερεθίσματα ή καταστάσεις είχε τη χρησιμότητα του να προστατέψει τους προγόνους μας από δυσχερείς ή επικίνδυνες περιστάσεις με σκοπό την επιβίωση και κατ’ επέκταση τη διαιώνιση του ανθρώπινου είδους. Ο λόγος, λοιπόν, που οι φοβίες βιώνονται τόσο έντονα είναι ότι στο παρελθόν λειτουργούσαν ως προσαρμοστικές αντιδράσεις για εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια με στόχο την πρόληψη της καταστροφής. Για παράδειγμα, τα έντομα, τα ποντίκια, τα φίδια, τα ύψη, οι άγνωστοι άνθρωποι, οι γέφυρες και το νερό ήταν ενδεχομένως επικίνδυνα για τους πρώτους ανθρώπους. Σε ένα πρωτόγονο και πιο άγριο περιβάλλον ο φόβος για τα παραπάνω ήταν πολύ χρήσιμος για την προστασία του προϊστορικού ανθρώπου από τους κινδύνους της φύσης. Οι άνθρωποι μέσω των φόβων αυτών ήταν καλύτερα προετοιμασμένοι για να αποφύγουν θανατηφόρες μολύνσεις ή δηλητηριώδη τσιμπήματα, να πέσουν από κάποιο γκρεμό, να υποστούν επίθεση από κάποιον άγνωστο ή να πνιγούν. Στο σημερινό όμως τεχνολογικό κόσμο, οι φόβοι αυτοί δεν είναι πλέον τόσο χρήσιμοι όσο ήταν κάποτε.

Συμπερασματικά, οι φοβίες στη σημερινή εποχή εκδηλώνονται ως σωστές αντιδράσεις του οργανισμού σε συγκεκριμένα ερεθίσματα, δεδομένου ότι είναι εγγενείς,  με τη διαφορά ότι τώρα ο κίνδυνος από τον οποίο προτίθενται να προστατέψουν το άτομο δεν αντιστοιχεί σε ένταση και απειλή με εκείνον που το ίδιο ερέθισμα θα προξενούσε πριν από χιλιάδες χρόνια.

Μία δεύτερη αιτία εμφάνισης των ειδικών φοβιών σχετίζεται με τη μάθηση. Αναλυτικότερα, ένα άτομο μπορεί να αναπτύξει μια φοβία για ένα ερέθισμα ή κατάσταση, αν συνδέσει μια άσχημη εμπειρία με το αντικείμενο που φοβάται (π.χ. κάποιος δέχεται επίθεση από ένα σκύλο και μετέπειτα αναπτύσσει φοβία για τα σκυλιά γενικότερα). Επίσης, κάποιος ενδέχεται να εκδηλώσει μία φοβία παρατηρώντας τις φοβικές αντιδράσεις άλλων ανθρώπων και μαθαίνοντας από αυτές (π.χ. τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας φοβούνται τα αεροπλάνα και το άτομο μαθαίνει το συγκεκριμένο φόβο από αυτά).

Ένας τρίτος λόγος εμφάνισης των φοβιών σχετίζεται με διάφορα λάθη που κάνει το άτομο στον τρόπο που σκέφτεται. Για παράδειγμα, μια φοβία μπορεί να βασίζεται σε λανθασμένες πληροφορίες που αφορούν στο φοβικό ερέθισμα, στην τάση του ατόμου να προβλέπει τις χειρότερες συνέπειες σε σχέση με την εξέλιξη μιας κατάστασης, στην ελλιπή συλλογή αποδείξεων που να αμφισβητούν την επικινδυνότητα της φοβίας, ή /και στην πεποίθηση του ατόμου ότι δεν ικανό να αντέξει το άγχος του.

Πώς συντηρούνται οι ειδικές φοβίες και πώς αντιμετωπίζονται

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, το άτομο που πάσχει από κάποια φοβία, τείνει να αποφεύγει την επαφή με το ερέθισμα ή την κατάσταση που του προκαλεί φόβο. Η αποφυγή, όμως, αυτή του φοβικού ερεθίσματος ή η απόδραση από κάποια κατάσταση που εκλύει φόβο, μειώνει το άγχος βραχυπρόθεσμα, αλλά το ενδυναμώνει μακροπρόθεσμα και το συντηρεί. Αυτό συμβαίνει γιατί το άτομο νομίζει ότι ξεφεύγει από τον κίνδυνο κάθε φορά που αποφεύγει το ερέθισμα, με αποτέλεσμα να συνεχίζει να πιστεύει αφενός ότι το ερέθισμα είναι όντως επικίνδυνο, και αφετέρου ότι είναι ανίκανος/η να διαχειριστεί αυτό που φοβάται.

Η γνωσιακή-συμπεριφοριστική θεραπεία στοχεύει στο να βοηθήσει το θεραπευόμενο να αντιμετωπίσει τις φοβίες του μέσω της σταδιακής του έκθεσης στα ερεθίσματα που του προκαλούν φόβο. Η έκθεση του ατόμου στο φοβικό ερέθισμα ή κατάσταση γίνεται τμηματικά και ελεγχόμενα, είναι προσαρμοσμένη στις ανάγκες του κάθε θεραπευόμενου, ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί, γίνεται με την καθοδήγηση και ενίσχυση του θεραπευτή και αποσκοπεί στη μείωση του άγχους και την αποκαταστροφοποίηση του εκτιμώμενου κινδύνου. Παράλληλα, θεραπευτής και θεραπευόμενος δουλεύουν συνεργατικά αναγνωρίζοντας και παρεμβαίνοντας στις σκέψεις του δεύτερου που συντηρούν τη φοβία και δεν του επιτρέπουν να απαλλαγεί από τους φόβους του.

Τα αποτελέσματα της γνωσιακής-συμπεριφοριστικής θεραπείας, έχει αποδειχθεί ότι είναι ιδιαίτερα ικανοποιητικά σε σχέση με την αντιμετώπιση των φοβιών. Μετά το τέλος της παρέμβασης, οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν ιδιαίτερα μειωμένα ποσοστά φόβου και κατά συνέπεια αποδίδουν λειτουργικότερα στους διάφορους τομείς της ζωής τους που προηγουμένως περιορίζονταν λόγω των φοβιών.

Πηγές:

1. American Psychiatric Association. (2013). Diagnostic and statistical manual of mental disorders (5th ed.). Arlington, VA: American Psychiatric Publishing.
2. Leahy R. L., Holland S. J. F. & McGinn L. K. (2012). Treatment Plans and Interventions for Depression and Anxiety Disorders (2nd ed.). New York: Guilford Press.
3. Simos, G. & Hofmann, S. G. (2013). CBT For Anxiety Disorders: A Practitioner. New Jersey: Wiley-Blackwell.

Πηγή 1ης δημοσίευσης: E-Psychology.gr – Η Πύλη της Ψυχολογίας
Σύνδεσμος άρθρου: https://www.e-psychology.gr/anxiety-stress-phobias/2783-eidikes-fovies-pos-antimetopizontai.html

Διαταραχή Πανικού: Ο ρόλος του φόβου, οι λανθασμένες αντιλήψεις και η αντιμετώπιση

Η κρίση πανικού είναι ένα αιφνίδιο ξέσπασμα φόβου ή δυσφορίας που διαρκεί λίγα λεπτά και κατά το οποίο κάποιος βιώνει συμπτώματα όπως: ταχυκαρδία, ιδρώτα, τρέμουλο, αίσθημα ασφυξίας ή/και πνιγμού, πόνο στο στήθος, ναυτία, ζαλάδα ή/και τάση για λιποθυμία, ρίγος ή αίσθημα ζέστης, μούδιασμα. Χαρακτηριστικό είναι ότι το άτομο συχνά πιστεύει ότι μπορεί να πεθάνει ή να τρελαθεί όσο βρίσκεται σε πανικό.

Ο ρόλος του φόβου και ο φαύλος κύκλος των κρίσεων πανικού.

Τα συμπτώματα της κρίσης πανικού, στην πραγματικότητα, δεν είναι τίποτα άλλο παρά οι φυσιολογικές σωματικές αισθήσεις που εκδηλώνονται όταν φοβόμαστε:

Ο φόβος κανονικά εμφανίζεται όταν βρισκόμαστε σε πραγματικό κίνδυνο, και χρησιμεύει ως συναγερμός για να μας δείξει ότι κινδυνεύουμε, έτσι ώστε να μπορέσουμε να προστατευτούμε από την απειλή. Τα συμπτώματα του φόβου είναι σχεδιασμένα έτσι ώστε να μας ενεργοποιούν είτε για να αποφύγουμε είτε για να «παλέψουμε» την επικείμενη απειλή (απάντηση πάλης ή φυγής). Για παράδειγμα, η καρδιά μας χτυπάει δυνατά όταν βρισκόμαστε σε κίνδυνο για να αντλήσει περισσότερο αίμα, το οποίο περιέχει οξυγόνο. Το οξυγόνο μας δίνει περισσότερη ενέργεια για να ξεφύγουμε από τον κίνδυνο ή να «παλέψουμε» ενάντιά του. Η παραπάνω διαδικασία είναι μία φυσιολογική απάντηση στον πραγματικό κίνδυνο, «true alarm», και έχει αναπτυχθεί εξελικτικά εδώ και εκατομμύρια χρόνια.

Στη διαταραχή πανικού, το άτομο νομίζει ότι βρίσκεται σε κίνδυνο, ακόμα και αν δεν υπάρχει πραγματική απειλή, οπότε φοβάται. Όταν έρχεται ο φόβος, χωρίς την παρουσία κάποιου κινδύνου, o εγκέφαλος λαμβάνει λάθος σήμα (false alarm) και ενεργοποιούνται τα συμπτώματα του φόβου με σκοπό την προστασία από την υποτιθέμενη απειλή (1η κρίση πανικού).

Όταν κάποιος παθαίνει για πρώτη φορά κρίση πανικού, συνήθως, παρερμηνεύει τα φυσιολογικά αυτά συμπτώματα του φόβου ως ενδείξεις ότι θα πεθάνει ή θα τρελαθεί. Εκλαμβάνοντας λοιπόν, τις σωματικές του αισθήσεις ως καταστροφικές το άτομο αρχίζει να αγχώνεται γι’ αυτές, γεγονός που παίζει κεντρικό ρόλο στη διαιώνιση της διαταραχής: όταν το άτομο παρατηρήσει ότι εμφανίζει κάποιες από τις αισθήσεις που βίωσε στην 1η κρίση πανικού (π.χ. ταχυπαλμία, ιδρώτα, ζαλάδα) αρχίζει να φοβάται, ο φόβος του εντείνει τις σωματικές αισθήσεις, προκαλώντας ακόμα περισσότερο φόβο, ο οποίος με τη σειρά του προκαλεί περαιτέρω αύξηση των συμπτωμάτων, καταλήγοντας σε μια επόμενη κρίση πανικού. Εν ολίγοις, το άτομο φοβάται που φοβάται και έτσι δημιουργείται ο φαύλος κύκλος του πανικού.

Λανθασμένες αντιλήψεις για τις συνέπειες των κρίσεων πανικού

Οι περισσότεροι άνθρωποι που υποφέρουν από τη διαταραχή, ερμηνεύουν τα συμπτώματα του πανικού ως σημάδι ότι πάσχουν από κάποια σοβαρή σωματική ή/και ψυχική πάθηση, ή αισθάνονται ότι χάνουν τον έλεγχο. Μερικές φορές μπορεί να πιστεύουν ότι έχουν κάποιο καρδιολογικό πρόβλημα ή ακόμα και σχιζοφρένεια. Επίσης, κάποιος μπορεί να νομίζει ότι χάνει την επαφή του με την πραγματικότητα, ότι κάτι κακό του συμβαίνει ή θα του συμβεί, ότι θα λιποθυμήσει ή ότι παθαίνει εγκεφαλικό. Τέλος, δεν είναι λίγες οι φορές που το άτομο πιστεύει ότι οι κρίσεις πανικού υποδεικνύουν ότι είναι είναι ένας αδύναμος ή προβληματικός άνθρωπος, με συνέπεια ν’ αρχίσει να επικρίνει τον εαυτό του γι’ αυτό που του συμβαίνει, να θεωρεί ότι δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα μόνο του, ή/και να εμφανίσει καταθλιπτικά συμπτώματα.

Πώς αντιμετωπίζεται η διαταραχή πανικού;

Η γνωσιακή-συμπεριφοριστική ψυχοθεραπεία θεωρείται από τις αποτελεσματικότερες θεραπευτικές παρεμβάσεις στη διαταραχή πανικού. Αρχικός στόχος της θεραπείας είναι να εκπαιδεύσει το θεραπευόμενο σε σχέση με το άγχος του: πώς αυτό δημιουργείται, συντηρείται και εκδηλώνεται στις διάφορες καταστάσεις της καθημερινότητάς του. Κατά τη διαδικασία εκπαίδευσης ο θεραπευόμενος μαθαίνει πώς λειτουργούν οι κρίσεις πανικού σε εκείνον εξατομικευμένα ως προέκταση του άγχους του και πώς ο φόβος του εκδηλώνεται παίζοντας βασικό ρόλο στην έξαρση των συμπτωμάτων του. Στη συνέχεια, το άτομο μαθαίνει να αναγνωρίζει και να τεστάρει τις καταστροφικές σκέψεις/ερμηνείες που εκλύουν τον πανικό ώστε να μειωθεί η ισχύς του. Επίσης, μαθαίνει, μέσω εξειδικευμένων τεχνικών εντός των συνεδριών, να απομυθοποιεί την επικινδυνότητα των σωματικών του αισθήσεων με αποτέλεσμα να μειώνεται ο φόβος του και κατά συνέπεια οι κρίσεις πανικού, αλλά και να εκτίθεται σταδιακά σε καταστάσεις ή δραστηριότητες που απέφευγε λόγω του πανικού. Ο θεραπευόμενος, ολοκληρώνοντας τη θεραπεία, δεν επωφελείται μόνο από την εξασθένιση των συμπτωμάτων του, αλλά αποχωρεί έχοντας κατακτήσει σημαντικά εφόδια που θα τον βοηθήσουν να αντιμετωπίζει με επιτυχία, μόνος του πλέον, μελλοντικές αγχωτικές καταστάσεις που ενδέχεται να προκύψουν.

Πηγές:

1. American Psychiatric Association. (2013). Diagnostic and statistical manual of mental disorders (5th ed.). Arlington, VA: American Psychiatric Publishing.
2. Leahy R. L., Holland S. J. F. & McGinn L. K. (2012). Treatment Plans and Interventions for Depression and Anxiety Disorders (2nd ed.). New York: Guilford Press.
3. Simos, G. & Hofmann, S. G. (2013). CBT For Anxiety Disorders: A Practitioner. New Jersey: Wiley-Blackwell.

Πηγή 1ης δημοσίευσης: E-Psychology.gr – Η Πύλη της Ψυχολογίας
Σύνδεσμος άρθρου: https://www.e-psychology.gr/anxiety-stress-phobias/2738-diataraxi-panikoy-o-rolos-tou-fovou.html